πεζομάχῳ

πεζομάχῳ
πεζομάχος
fighting on foot
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεζομαχώ — πεζομαχῶ, έω, ΝΑ [πεζομάχος] μάχομαι στην ξηρά, δίνω μάχη με το πεζικό αρχ. μάχομαι από το κατάστρωμα πλοίου όπως από ξηράς …   Dictionary of Greek

  • πεζομαχώ — πεζομάχησα, μάχομαι πεζός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπεζομαχώ — καταπεζομαχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού πεζομαχώ) νικώ σε πεζομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζομαχώ «μάχομαι στην ξηρά ή πεζός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”